- τριβήν
- τρῐβήν, ῆνος, ὁ,A tripod, Hdn.Gr.1.16, 2.718.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριβήν — ῆνος, ὁ, Α τρίποδο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τρι * + βην (< θ. βη /βᾱ τού βαίνω*)] … Dictionary of Greek
τριβήν — τριβή rubbing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριβή — Αντίσταση, η οποία εμφανίζεται κατά τη σχετική κίνηση δύο σωμάτων που βρίσκονται σε επαφή. Εξαιτίας αυτού του φαινομένου, η ενέργεια ενός μηχανικού συστήματος μετατρέπεται ολικά ή μερικά σε θερμική ενέργεια. Η τ. μπορεί να είναι ένα επιζήμιο ή… … Dictionary of Greek